Η Θεσσαλονίκη ιδρύθηκε από τον βασιλιά της Μακεδονίας Κάσσανδρο γύρω στα 316 π.Χ., ο οποίος έδωσε στην πόλη το όνομα της συζύγου του, αδελφής του Μ. Αλέξανδρου, Θεσσαλονίκης. Η σημαντική γεωπολιτική της θέση -στη συμβολή μιας σειράς δρόμων προς την ενδοχώρα της Βαλκανικής, την Ανα¬τολή, τη Δύση και το Νότο- και η αξιοποίηση ενός ασφαλούς φυσικού λιμένα ήταν οι λόγοι που οδήγησαν στη συνοίκηση της. Το μέγεθος και η έκταση της ελληνιστικής αυτής πόλης δεν έχουν ανιχνευθεί ακόμη επαρκώς. Ελάχιστες αρχαιολογικά αξιοποιήσιμες ενδείξεις και ιστορικές μαρτυρίες σώθηκαν για τον αρχικό περίβολο της πόλης και τις πρώιμες ρωμαϊκές φάσεις του.

Γύρω στα μέσα του 3ου μ.Χ. αι. κατασκευάστηκε βιαστικά τείχος με τετράγωνους πύργους, ίσως για την απώθηση επιδρομών των Γότθων. Η περίμετρος του τείχους αυτού αποτέλεσε τη βάση της με¬ταγενέστερης επιβλητικής οχύρωσης που διατηρήθηκε ως σήμερα. Από τα τέλη του 3ου αι. έως και τον 5ο αι. φαίνεται πως ολοκληρώθηκε η νέα οχύρωση της πόλης. Το τείχος, εξαιρετικά φροντισμένο και πιο σύνθετο ως προς τη δομή, τα υλικά και την οχυρωματική λειτουργία του, ενσωμάτωσε σταδιακά ως εσωτερικό αντέρεισμα το ρωμαϊκό τείχος.

Τα ευπρόσβλητα πεδινά τμήματα της πόλης ενισχύθηκαν με τριγωνικούς προβόλους σε πυκνά διαστήματα, καθώς και με κατασκευή προτειχίσματος και τάφρου δυτικά και ανατολικά. Στη δύσβατη πλαγιά του λόφου κατασκευάστηκαν κυρίως ορθογώνιοι πύργοι. Τείχος προστάτευε την πόλη από την πλευρά της θάλασσας κατά μήκος του αιγιαλού. Περίφημη μαρτυρία των οχυρωματικών δραστηριοτήτων στην πόλη της Θεσσαλονίκης τον 5ο αι. αποτελεί η επιγραφή του Ορμίσδα σε πύργο του ανατολικού τείχους.

Αυτό το επιβλητικό οχυρωματικό έργο δεν αλλοιώθηκε ιδιαίτερα στη μετέπειτα πορεία της πόλης. Την ιστορία των βυζαντινών  οικοδομικών  επεμβάσεων μαθαίνουμε από τις επιγραφές που σώθηκαν στα τείχη και λιγότερο από τις ιστορικές πηγές. Επισκευές μαρτυρούνται κατά την πρώτη επιδρομή των Αβαροσλάβων (582-602), μετά την κατάληψη της πόλης από τους Σαρακηνούς το 904, τον 12ο αι., στα 1316, επί Ανδρόνικου Γ Παλαιολόγου (1328-1341) και Άννας Παλαιολογίνας (1355/6), με τελευταία πιθανόν επί Μανουηλ Β' Παλαι¬ολόγου στο διάστημα 1369-1373, όταν διοικούσε την πόλη ως δεσπότης.

Κατά τη μακρά περίοδο της Τουρκοκρατίας οι επεμβάσεις στα τείχη συνεχίστηκαν με πρώτη την ανακατασκευή μεγάλου τμήματος του Επταπυργίου το 1431. Τον 15ο αι. στη θέση παλαιότερων κτίζονται ο Λευκός πύργος στην ανατολική απόληξη της θαλάσσιας οχύρωσης και ο πύργος της Αλύσεως στο βόρειο άκρο του ανατολικού τείχους. Τελευταία προσθήκη στην περίμετρο των τειχών, στη νοτιοδυτική απόληξη τους, αποτέλεσε το φρούριο Βαρδαρίου, που κατασκευάσθηκε επί Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς ως ενίσχυση του λιμανιού.

Με την εξέλιξη της τεχνολογίας του πολέμου τα τείχη έχασαν σταδιακά την οχυρωματική τους σημασία και τον 19ο αιώνα θεωρήθηκαν εμπόδιο στην ανάπτυξη της πόλης. Με την κατεδάφιση του θαλάσσιου τείχους το 1870 και τις καθαιρέσεις εν συνεχεία τμημάτων του ανατολικού και δυτικού τείχους ως τις αρχές του 20ουαι. συντελέστηκε η κα¬ταστροφή της μισής σχεδόν περιμέτρου των τειχών της Θεσσαλονίκης.

O πυργος του Aναγλυφου στο φρουριο του Βαρδαρίου

Στη νοτιοδυτική πλευρά της οχύρωσης της Θεσσαλονίκης (περιοχή Πλατείας Δημοκρατίας – Βαρδαρίου) προεξέχει ένας πεταλόσχημος περίβολος. Είναι το Φρούριο του Βαρδαρίου όπως το ονομάζει τουρκική έκθεση του 1733, γνωστό και με τις ονομασίες Τοπ-Χανέ (πύργος Πυροβολοστασίου) και Ταμπάκ-Χανέ (πύργος Βυρσοδεψείων). Σύμφωνα με τον Εβλιγιά Τσελεμπή, τον Τούρκο περιηγητή και συγγραφέα του 17ου αιώνα, το φρούριο κτίστηκε το 1546 από το σουλτάνο Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή. Το οχυρωματικό έργο που έχει τεχνικά χαρακτηριστικά για πόλεμο με πυροβόλα όπλα, ασφαλώς εντάσσεται στην προσπάθεια εκσυγχρονισμού της οχύρωσης που ανέλαβαν οι Τούρκοι μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης, το 1430.

Το φρούριο του Βαρδαρίου περιέλαβε στην κατασκευή του μέρη της παλαιότερης παλαιοχριστιανικής και βυζαντινής οχύρωσης. Έτσι ο τετράγωνος πύργος στην ανατολική άκρη του, γνωστός ως Πύργος του Αναγλύφου από το ελληνιστικό ανάγλυφο που υπάρχει εντοιχισμένο σ’ αυτόν, επισκευάστηκε ριζικά το 862, από το βασιλικό πρωτοσπαθάριο Μαρίνο με επιστασία του βασιλικού στράτορα Κακίκη.  Τις σχετικές πληροφορίες διασώζει επιγραφή χαραγμένη σε μάρμαρο, η οποία βρέθηκε κατά τις αναστηλωτικές εργασίες στον πύργο το 1981, ο οποίος διατηρείται σχεδόν σε όλο του το ύψος.
Επισκευές και ενισχύσεις έγιναν στο Φρούριο και αργότερα, με σπουδαιότερη αυτή του 1741 κατά την οποία διαπλατύνθηκε κατά 18 μέτρα το νότιο τμήμα του τείχους προς το εσωτερικό, δημιουργώντας ανάχωμα στο οποίο κατασκευάστηκαν τρεις πυριτιδαποθήκες.

Πρόσφατες ανασκαφές έδειξαν ότι ο Πύργος του Αναγλύφου πατά στη δυτική του πλευρά σε παλαιότερο τοίχο, κατασκευασμένο με μεγάλους ορθογώνιους δόμους, ο οποίος κατευθύνεται Ν.-Ν.Α. Ο τοίχος αυτός ταυτίστηκε με το «Τζερέμπουλο» των βυζαντινών πηγών του 15ου αιώνα, δηλαδή το λιμενοβραχίονα που έκλεινε το λιμάνι από τη νοτιοδυτική του πλευρά. Βρισκόμαστε λοιπόν στη δυτική άκρη του τεχνητού λιμανιού που κατασκεύασε ο Μέγας Κωνσταντίνος το 322/323. Η θάλασσα εισχωρούσε τότε μέσα στη σημερινή πόλη και έφθανε σχεδόν ως την οδό Φράγκων, καθώς μαρτυρούν τμήματα του θαλάσσιου τείχους που βρέθηκαν σε ανασκαφές οικοπέδων στις οδούς Φράγκων, Λέοντος Σοφού, Τσιμισκή, Κατούνη, Μητροπόλεως, Προξένου Κορομηλά και στην πλατεία Ελευθερίας.  Το συνολικό εμβαδόν του βυζαντινού λιμανιού υπολογίζεται σε 1 τετραγωνικό χιλιόμετρο. Το λιμάνι καταχώθηκε σταδιακά στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και μετά την κατάχωση δημιουργήθηκε στο χώρο του η εμπορική συνοικία Istira, τα σημερινά «Λαδάδικα».
 

Βυζαντινά Τείχη
Βυζαντινά Τείχη
Βυζαντινά Τείχη
Βυζαντινά Τείχη
Βυζαντινά Τείχη
Βυζαντινά Τείχη
Βυζαντινά Τείχη
Βυζαντινά Τείχη
Βυζαντινά Τείχη
Βυζαντινά Τείχη
Βυζαντινά Τείχη
Βυζαντινά Τείχη